- λειμακώδης
- λειμακώδης, -ῶδες (Α) [λείμαξ]αυτός που μοιάζει με λειμώνα, χλοερός, υγρός, νοτερός («πεδιάς ἐστι καὶ λειμακώδης καὶ ψιλὴ καὶ ἔνυδρος μετρίως», Ιπποκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λειμακώδης — like meadows masc/fem acc pl (attic epic doric) λειμακώδης like meadows masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) λειμακώδης like meadows masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμακώδεα — λειμακώδης like meadows neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λειμακώδης like meadows masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμακώδεις — λειμακώδης like meadows masc/fem acc pl λειμακώδης like meadows masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειμακωδέστεροι — λειμακώδης like meadows masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)